- περιλεσχήνευτος
- περι-λεσχήνευτος, wovon ringsum geschwatzt od. gesprochen wird, weit berühmt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιλεσχήνευτος — talked of in every club masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλεσχήνευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)] … Dictionary of Greek
περιλεσχήνευτον — περιλεσχήνευτος talked of in every club masc/fem acc sg περιλεσχήνευτος talked of in every club neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)